- παιδαρέλι
- το(με περιφρονητική σημ.) παιδάριο, παιδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. ποδ-αρέλι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειράκιο — το (ΑM μειράκιον) [μείραξ] αυτός που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως εικοσιενός ετών, νέος, έφηβος, παλικαράκι νεοελλ. μτφ. ανώριμος πνευματικά, επιπόλαιος, ανόητος, παιδαρέλι μσν. 1. βρέφος, νήπιο 2. μτφ. (για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε … Dictionary of Greek
μειρακύλλιον — μειρακύλλιον, τὸ (Α) (με μειωτική σημασία) μικρό μειράκιο, παιδαρέλι, νεαρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖραξ, ακος + εκφραστική υποκορ. κατάλ. ύλλιον] … Dictionary of Greek
παιδαρύλλιον — παιδαρύλλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού παιδάριον) παιδαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] … Dictionary of Greek
παιδόπουλο — το μικρό παιδί, αλλ. το παιδάκι, το παιδαρέλι: Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)